Εὐέλθων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐέλθοντα — Εὐέλθων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐέλθοντος — Εὐέλθων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Σαλαμίς — Αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στην ανατολική ακτή της, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από το γιο του Τελαμώνα Τεύκτρο. Αποικίστηκε από ελληνικά φύλα από τα τέλη της 2ης χιλιετίας και Έλληνες είναι συνήθως οι βασιλιάδες της του 6ου αι. π.Χ. που … Dictionary of Greek
Φερετίμη — Σύζυγος του βασιλιά της Κυρήνης Βάττου Γ’, μητέρα του Αρκεσίλαου Γ’. Όταν ο Αρκεσίλαος ανέβηκε στον θρόνο, η Φ. τον παρακίνησε να μη δεχτεί τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας που είχε επιβάλει ο Δημώναξ, οργανωτής από τη Μαντινεία που είχε… … Dictionary of Greek